take it out on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | take it out on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes it out on |
αόριστος | took it out on |
παθητική μετοχή | taken it out on |
ενεργητική μετοχή | taking it out on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]take it out on (en)
- τα βάζω με κάποιον, βγάζω το άχτι μου πάνω κάποιου, συμπεριφέρομαι με δυσάρεστο τρόπο σε κάποιον επειδή νιώθω θυμωμένος, απογοητευμένος κτλ., αν και δεν φταίει αυτός
- ↪ When he loses at cards, he takes it out on his poor wife.
- Όταν χάνει στα χαρτιά τα βάζει με τη φουκαριάρα τη γυναίκα του.
- ↪ He took it out on me.
- Έβγαλε το άχτι του πάνω μου.
- ↪ When he loses at cards, he takes it out on his poor wife.
Πηγές
[επεξεργασία]- take it out on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 151, 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: άχτι, βάζω