άχτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άχτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ahd, ahid (όρκος, υπόσχεση)[1] < αραβική عهِد (ahd)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.xti/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άχτι ουδέτερο (μόνο στην ονομαστική του ενικού)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]