ire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ire (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο, λογοτεχνικό)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- draw ire: εξοργίζω κάποιον, προκαλώ το μένος, με κριτικάρουν σκληρά
Πηγές[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ire (la)