πηγαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηγαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηγαίνω και ὑπαγαίνω < αρχαία ελληνική ὑπάγω[1] < ὑπό + ἄγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈʝe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐γαί‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
πηγαίνω/πάω, πρτ.: πήγαινα, αόρ.: πήγα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο, μεταβαίνω
- ↪ πηγαίνω στην Αθήνα
- πρόκειται ή επιθυμώ να φύγω από το μέρος όπου βρίσκομαι
- ↪ είναι ώρα να πηγαίνουμε
- πρόκειται ή επιθυμώ να ξεκινήσω μια ενέργεια ή δραστηριότητα
- ↪ πηγαίνω για φαγητό, πηγαίνω για μπάνιο, πηγαίνω για ύπνο
- ↪ θα πάω μετά να τους μιλήσω
- παρακολουθώ σε τακτική βάση μαθήματα, φοιτώ
- ↪ πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στην τρίτη τάξη, πηγαίνω αγγλικά
- ταιριάζω
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μου πήγε τριανταμία, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
[επεξεργασία]
- πηγαιμένος (σπάνια μετοχή)
- πηγεμός (πηγαιμός)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ξαναπηγαίνω / ξαναπάω
- παραπηγαίνω / παραπάω
- πηγαινέλα
- πηγαινοέρχομαι, πηγαινόρχομαι
- πρωτοπηγαίνω / πρωτοπάω
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηγαίνω
ταιριάζω ενδυματολογικά
[επεξεργασία]
- ↑ πηγαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)