Μετάβαση στο περιεχόμενο

πηγαίνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πηγαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηγαίνω και ὑπαγαίνω < αρχαία ελληνική ὑπάγω[1] < ὑπό + ἄγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piˈʝe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πηγαίνω

πηγαίνω/πάω, πρτ.: πήγαινα, αόρ.: πήγα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο, μεταβαίνω
    παράδειγμα  πηγαίνω στην Αθήνα
  2. πρόκειται ή επιθυμώ να φύγω από το μέρος όπου βρίσκομαι
    παράδειγμα  είναι ώρα να πηγαίνουμε
  3. πρόκειται ή επιθυμώ να ξεκινήσω μια ενέργεια ή δραστηριότητα
    παράδειγμα  πηγαίνω για φαγητό, πηγαίνω για μπάνιο, πηγαίνω για ύπνο
    παράδειγμα  θα πάω μετά να τους μιλήσω
  4. παρακολουθώ σε τακτική βάση μαθήματα, φοιτώ
    παράδειγμα  πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στην τρίτη τάξη, πηγαίνω αγγλικά
  5. μεταφέρω, οδηγώ ή συνοδεύω κάποιον ή κάτι κάπου
    παράδειγμα  Τρία άτομα πηγαίνουν το κοπάδι τους στον βοσκότοπο.
  6. ταιριάζω
    παράδειγμα  αυτό το ρούχο σου πηγαίνει
    παράδειγμα  το κόκκινο κρασί δεν πάει με τα θαλασσινά

Ταυτόσημα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]