suit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: suite

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
suit suits

suit (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας suit
γ΄ ενικό ενεστώτα suits
αόριστος suited
παθητική μετοχή suited
ενεργητική μετοχή suiting

suit (en)

  1. αρμόζω
  2. (μεταβατικό) ταιριάζει, αρμόζει
    Such behavior doesn’t suit a student.
    Δεν ταιριάζει τέτοια συμπεριφορά σε μαθητή.