suit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suit | suits |
suit (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | suit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suits |
αόριστος | suited |
παθητική μετοχή | suited |
ενεργητική μετοχή | suiting |
suit (en)
- αρμόζω
- (μεταβατικό) ταιριάζει, αρμόζει
- ↪ Such behavior doesn’t suit a student.
- Δεν ταιριάζει τέτοια συμπεριφορά σε μαθητή.
- ↪ Such behavior doesn’t suit a student.