Μετάβαση στο περιεχόμενο

bin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bin (en)

  1. ο κάδος (απορριμμάτων)
  2. (σε αραβικά ονόματα) ο γιος του ...

bin (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 
 
 

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bin (de)



bin



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

bin (tr)