απορρίπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπορρίπτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απορρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπορρίπτω < ἀπό + ῥίπτω. Δείτε ρρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.poˈɾi.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρί‐πτω

Ρήμα[επεξεργασία]

απορρίπτω, αόρ.: απέρριψα/απόρριψα, παθ.φωνή: απορρίπτομαι, π.αόρ.: απορρίφθηκα

  1. δεν (απο)δέχομαι, δεν εγκρίνω
  2. (ιατρική) αποβάλλω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]