δέχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δέχομαι < αρχαία ελληνική δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-: δέχομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
δέχομαι (αποθετικό)
- παίρνω, λαμβάνω
- αποδέχομαι μία πρόταση, πρόκληση, δωρεά, στοίχημα, συμφωνία, όρους κ.λπ.
- πιστεύω σε κάτι, συμφωνώ με κάτι
- ακόμη και σήμερα κάποιοι δεν δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης.
- υποδέχομαι φίλους, επισκέπτες, δεξιώνομαι, φιλοξενώ
- είμαι στο γραφείο μου και μπορώ να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο κοινό ή σε ασθενείς.
- Ο γιατρός δέχεται κάθε απόγευμα 6:00-8:00
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δέχομαι επίθεση από κάποιον: κάποιος μου επιτίθεται
- δέχομαι χτύπημα από κάποιον: κάποιος με χτυπάει
- δέχομαι αδιαμαρτύρητα: υπομένω κάτι χωρίς να διαμαρτύρομαι
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αποδέχομαι, αποδοχή, αποδεκτός, αποδέκτης
- ενδέχεται, ενδεχόμενος, ενδεχόμενο
- καταδέχομαι, καταδεκτικός
- παραδέχομαι, παραδοχή, παραδεκτός, απαράδεκτος
- υποδέχομαι, υποδοχή
- διαδέχομαι, διαδοχή, διάδοχος
- αναδέχομαι, ανάδοχος