πιστεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πιστεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈste.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐στεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

πιστεύω, αόρ.: πίστεψα, παθ.φωνή: πιστεύεταιγ'πρόσωπο, π.αόρ.: πιστεύτηκα

  1. έχω πίστη
    σε πιστεύω
  2. νομίζω
    πιστεύω πως δε λέει την αλήθεια
  3. → δείτε και τη λέξη πιστεύεται

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πίστη

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστεύω ουδέτερο άκλιτο

  1. (στον ενικό, χριστιανισμός) το σύμβολο της Πίστεως
  2. (κυρίως στον πληθυντικό) οι πεποιθήσεις ενός ανθρώπου, οι ιδέες
    υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που διώκονται για τα πολιτικά τους πιστεύω






Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστεύω < πίστ(ις) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

πιστεύω ζητούμενο λήμμα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]