believe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | believe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | believes |
αόριστος | believed |
παθητική μετοχή | believed |
ενεργητική μετοχή | believing |
Ρήμα[επεξεργασία]
believe (en)
- πιστεύω
- ↪ I believe in God/in you.
- Πιστεύω στο Θεό/σε σένα.
- ↪ I believe in God/in you.