credo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
credo credos

credo (fr) αρσενικό

  1. το πιστεύω

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • (ορθογραφία του 1990) crédo

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
credo < λείπει η ετυμολογία

credo (la)

  1. πιστεύω

Σύνθετα

[επεξεργασία]