credit
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
credit | credits |
credit (en)
- πίστωση ποσού σε ένα λογαριασμό
- (οικονομία) (χωρίς πληθυντικό) η πίστωση, πιστωτικός, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε κάποιον χωρίς άμεση πληρωμή
- ⮡ credit card - η πιστωτική κάρτα
- (χωρίς πληθυντικό, ΗΠΑ) η πιστοληπτική ικανότητα
- (νομικός όρος) (χωρίς πληθυντικό) πίστη, πχ τραπεζική πίστη
- επιστροφή φόρου
- (χωρίς πληθυντικό) αναγνώριση και σεβασμός
- ένα πολύτιμο μέλος μιας ομάδας
- πόντος, συμβολική μονάδα αξίας
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | credit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | credits |
αόριστος | credited |
παθητική μετοχή | credited |
ενεργητική μετοχή | crediting |
credit (en) (μεταβατικό)