credit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
credit | credits |
credit (en)
- πίστωση ποσού σε ένα λογαριασμό
- (οικονομία) (χωρίς πληθυντικό) πίστωση, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε κάποιον χωρίς άμεση πληρωμή
- ↪ In view of your payment record, we are happy to extend further credit to you.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ In view of your payment record, we are happy to extend further credit to you.
- (χωρίς πληθυντικό, ΗΠΑ) η πιστοληπτική ικανότητα
- ↪ What do you mean my credit is no good?
- (νομικός όρος) (χωρίς πληθυντικό) πίστη, πχ τραπεζική πίστη
- επιστροφή φόρου
- ↪ Didn't you know that the IRS will refund any excess payroll taxes that you paid if you use the 45(B) general business credit?
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Didn't you know that the IRS will refund any excess payroll taxes that you paid if you use the 45(B) general business credit?
- (χωρίς πληθυντικό) αναγνώριση και σεβασμός
- ↪ I give you credit for owning up to your mistake.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ I give you credit for owning up to your mistake.
- ένα πολύτιμο μέλος μιας ομάδας
- ↪ That point guard is a credit to the team. - → λείπει η μετάφραση
- πόντος, συμβολική μονάδα αξίας
- ↪ To repair your star cruiser will cost 100,000 credits.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Would you like to play? I put in a dollar and I've got two credits left.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ To repair your star cruiser will cost 100,000 credits.
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
credit (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | credit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | credits |
αόριστος | credited |
παθητική μετοχή | credited |
ενεργητική μετοχή | crediting |
credit (en) (μεταβατικό)
- πιστεύω
- ↪ Someone said there had been over 100,000 people there, but I can't credit that.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Someone said there had been over 100,000 people there, but I can't credit that.
- πιστώνω
- ↪ Credit accounts receivable with the amount of the invoice.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ For the payroll period credit employees' tips to their wages paid account and debit their minimum wage payable account.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ The full amount of the purchase has been credited to your account.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Credit accounts receivable with the amount of the invoice.
- πιστώνω, αναγνωρίζω μια συνεισφορά
- ↪ I credit the town council with restoring the shopping district.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Credit the point guard with another assist.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ I credit the town council with restoring the shopping district.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Επίθετα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)