to one's credit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) προς τιμήν κάποιου, που κάνει κάποιον να αξίζει έπαινο ή σεβασμό
- ↪ The fact that he admitted it is to his credit.
- Το ότι το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του.
- ↪ The fact that he admitted it is to his credit.