to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Μόριο[επεξεργασία]
to (en)
- να, χρησιμοποιείται για να δείξει σκοπό ή πρόθεση
- ↪ It's often difficult for me to find interesting usage examples.
- Συχνά δυσκολεύομαι να βρω ενδιαφέροντα παραδείγματα χρήσης.
- ↪ It's often difficult for me to find interesting usage examples.
- να, χρησιμοποιείται για να δείξει μια ενέργεια που θέλω ή με συμβουλεύει να κάνω
- ↪ Yes, we want to come.
- Ναι, θέλουμε να έρθουμε.
- ↪ Yes, we want to come.
- για να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι η μια ενέργεια διαδέχεται αμέσως την άλλη
- ↪ I cook to eat.
- Μαγειρεύω για να φάω.
- ↪ He is too young to use the internet.
- Αυτός είναι πάρα πολύ νέος για να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο.
- ↪ I cook to eat.
Πρόθεση[επεξεργασία]
to (en)
- σε, προς την κατεύθυνση του κάτι
- σε, χρησιμοποιείται να δηλώσει το πρόσωπο ή το πράγμα που λαμβάνει κάτι
- ↪ I sent a copy of the article to a friend.
- Έστειλα αντίγραφο του άρθρο σε ένα φίλο.
- ↪ When will you return my books to me?
- Πότε θα μου γυρίσεις τα βιβλία μου;
- ↪ I sent a copy of the article to a friend.
- παρά, πριν από την έναρξη κάτι
- ↪ If I leave at twenty to six, I'll make it to the shop before it closes.
- Άμα φύγω στις έξι παρά είκοσι, θα προλάβω το μαγαζί πριν κλείσει.
- ↪ If I leave at twenty to six, I'll make it to the shop before it closes.
- για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι φτάνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ Their house is to be demolished.
- Tο σπίτι τους είναι για γκρέμισμα.
- ↪ I am going to sleep.
- Πάω για ύπνο.
- ↪ Their house is to be demolished.
- προς, χρησιμοποιείται να δηλώσει το πρόσωπο ή το πράγμα που επηρεάζεται από μια ενέργεια
- ↪ It is not to your advantage.
- Δεν είναι προς όφελός σου.
- ↪ It is not to your advantage.
- με, χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια σχέση μεταξύ ενός ατόμου ή ενός πράγματος και ενός άλλου
- ↪ She is deeply attached to her father.
- Έχει μεγάλο δεσμό με τον πατέρα της.
- ↪ my last link to the past - ο τελευταίος μου δεσμός με το παρελθόν
- ↪ She is deeply attached to her father.
- για να, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον λόγο για να κάνω κάτι
- ↪ I spoke to him like that to scare him.
- Του μίλησα έτσι, για να φοβηθεί.
- ↪ I spoke to him like that to scare him.
- προς, από, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή του δεύτερου μέρους μιας σύγκρισης
- για να, προς τιμήν κάποιου/κάτι
- ↪ Keep it, to remember me by.
- Κράτα το, για να με θυμάσαι.
- ↪ Keep it, to remember me by.
- προς, χρησιμοποιείται να δηλώσει τη στάση ή την αντίδραση κάποιου σε κάτι
- ↪ to my great sorrow/surprise/horror - προς μεγάλη μου λύπη/έκπληξη/φρίκη
- για, χρησιμοποιείται να δηλώσει τη γνώμη ή το συναίσθημα κάποιου για κάτι
- ↪ To me, this is the crux of the problem.
- Για μένα αυτή είναι η ουσία του προβλήματος.
- ↪ To me, this is the crux of the problem.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- to (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- to (infinitive marker/μόριο) - Oxford Learner's Dictionaries
- to (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 744. ISBN 9780194325684., λήμμα: προς
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
to (da)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
to (eo)
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
to (no)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
to (pl)
Μόριο[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται για τονισμό της έκφρασης
- ↪ Ta książka to dzieło życia - αυτό το βιβλίο είναι έργο ζωής
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- όταν χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια συντάσσεται με ονομαστική
- ↪ Anna jest Polką / Anna to Polka - η Άννα είναι Πολωνέζα
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
- (δείχνει συγκατάβαση ή αποτέλεσμα) τότε
- ↪ jeśli nie rozumiesz, to naucz się języka! - αν δεν καταλαβαίνεις τότε μάθε τη γλώσσα!
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
to (cs)
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του ten
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Μόρια (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προθέσεις (αγγλικά)
- Δανική γλώσσα
- Αριθμητικά (δανικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Γράμματα (εσπεράντο)
- Νορβηγική γλώσσα
- Αριθμητικά (νορβηγικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Μόρια (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Σύνδεσμοι (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (τσεχικά)