to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Μόριο[επεξεργασία]
to (en)
- να
- It's often difficult for me to find interesting usage examples.
- Συχνά δυσκολεύομαι να βρω ενδιαφέροντα παραδείγματα χρήσης.
- It's often difficult for me to find interesting usage examples.
Πρόθεση[επεξεργασία]
to (en)
- σε
- I sent a copy of the article to a friend.
- Έστειλα αντίγραφο του άρθρο σε ένα φίλο.
- I sent a copy of the article to a friend.
- παρά
- If I leave at twenty to six, I'll make it to the shop before it closes.
- Άμα φύγω στις έξι παρά είκοσι, θα προλάβω το μαγαζί πριν κλείσει.
- If I leave at twenty to six, I'll make it to the shop before it closes.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
to (eo)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
to (pl)
Μόριο[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται για τονισμό της έκφρασης
- Ta książka to dzieło życia - αυτό το βιβλίο είναι έργο ζωής
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- όταν χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια συντάσσεται με ονομαστική
- Anna jest Polką / Anna to Polka - η Άννα είναι Πολωνέζα
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
- (δείχνει συγκατάβαση ή αποτέλεσμα) τότε
- jeśli nie rozumiesz, to naucz się języka! - αν δεν καταλαβαίνεις τότε μάθε τη γλώσσα!
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
to (cs)
- ουδέτερο του ten, στην ονομαστική και την αιτιατική του ενικού