to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tu/

Μόριο[επεξεργασία]

to (en)

  1. να, χρησιμοποιείται για να δείξει σκοπό ή πρόθεση
    It's often difficult for me to find interesting usage examples.
    Συχνά δυσκολεύομαι να βρω ενδιαφέροντα παραδείγματα χρήσης.
  2. να, χρησιμοποιείται για να δείξει μια ενέργεια που θέλω ή με συμβουλεύει να κάνω
    Yes, we want to come.
    Ναι, θέλουμε να έρθουμε.
  3. για να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι η μια ενέργεια διαδέχεται αμέσως την άλλη
    I cook to eat.
    Μαγειρεύω για να φάω.
    He is too young to use the internet.
    Αυτός είναι πάρα πολύ νέος για να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο.

Πρόθεση[επεξεργασία]

to (en)

  1. σε, προς την κατεύθυνση του κάτι
    When did he return to Athens?
    Πότε γύρισε στην Αθήνα;
    The wind shifted to the north.
    Ο αέρας άλλαξε σε βοριά.
    Turn to the right!
    Στρίψε προς τα δεξιά!
    I am heading to Athens.
    Κατευθύνομαι προς την Αθήνα.
     συνώνυμα: toward
  2. σε, χρησιμοποιείται να δηλώσει το πρόσωπο ή το πράγμα που λαμβάνει κάτι
    I sent a copy of the article to a friend.
    Έστειλα αντίγραφο του άρθρο σε ένα φίλο.
    When will you return my books to me?
    Πότε θα μου γυρίσεις τα βιβλία μου;
  3. παρά, πριν από την έναρξη κάτι
    If I leave at twenty to six, I'll make it to the shop before it closes.
    Άμα φύγω στις έξι παρά είκοσι, θα προλάβω το μαγαζί πριν κλείσει.
  4. για, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι φτάνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    Their house is to be demolished.
    Tο σπίτι τους είναι για γκρέμισμα.
    I am going to sleep.
    Πάω για ύπνο.
  5. προς, χρησιμοποιείται να δηλώσει το πρόσωπο ή το πράγμα που επηρεάζεται από μια ενέργεια
    It is not to your advantage.
    Δεν είναι προς όφελός σου.
  6. με, χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια σχέση μεταξύ ενός ατόμου ή ενός πράγματος και ενός άλλου
    She is deeply attached to her father.
    Έχει μεγάλο δεσμό με τον πατέρα της.
    my last link to the past - ο τελευταίος μου δεσμός με το παρελθόν
  7. για να, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον λόγο για να κάνω κάτι
    I spoke to him like that to scare him.
    Του μίλησα έτσι, για να φοβηθεί.
  8. προς, από, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή του δεύτερου μέρους μιας σύγκρισης
    The score is three to one.
    Το σκορ είναι τρία προς ένα.
    I prefer coffee to tea.
    Προτιμώ τον καφέ από το τσάι.
     συνώνυμα: over
  9. για να, προς τιμήν κάποιου/κάτι
    Keep it, to remember me by.
    Κράτα το, για να με θυμάσαι.
  10. προς, χρησιμοποιείται να δηλώσει τη στάση ή την αντίδραση κάποιου σε κάτι
    to my great sorrow/surprise/horror - προς μεγάλη μου λύπη/έκπληξη/φρίκη
  11. για, χρησιμοποιείται να δηλώσει τη γνώμη ή το συναίσθημα κάποιου για κάτι
    To me, this is the crux of the problem.
    Για μένα αυτή είναι η ουσία του προβλήματος.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

to (da)



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

to < t + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

to (eo)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

to (no)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : //
 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

to (pl)

Μόριο[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται για τονισμό της έκφρασης
    Ta książka to dzieło życia - αυτό το βιβλίο είναι έργο ζωής

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • όταν χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια συντάσσεται με ονομαστική
    Anna jest Polką / Anna to Polka - η Άννα είναι Πολωνέζα

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

  • (δείχνει συγκατάβαση ή αποτέλεσμα) τότε
    jeśli nie rozumiesz, to naucz się języka! - αν δεν καταλαβαίνεις τότε μάθε τη γλώσσα!



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

to (cs)