Μετάβαση στο περιεχόμενο

να

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
να (σύνδεσμος) (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νά[1][2] < αρχαία ελληνική ἵνα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /na/ (προφέρεται άτονο μαζί με την επόμενη λέξη)

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

να

  1. (σε κύριες προτάσεις)
    1. μακάρι, είθε δηλώνει ευχή ή κατάρα (μπορεί να συνοδεύεται από τα μακάρι, είθε )
      παράδειγμα  Να ζήσεις!
      παράδειγμα  Άντε να χαθείς!
    2. (με παρελθοντικό χρόνο) δηλώνει το αντίθετο του πραγματικού ή απραγματοποίητη ευχή
      παράδειγμα  Τι παραπονιέσαι; Να ερχόσουν κι εσύ μαζί μας
      παράδειγμα  Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σας να σας καμάρωνε
    3. (σε απαντήσεις) μπορεί να δηλώνει συμφωνία], αποδοχή ή παραχώρηση
      παράδειγμα  Να έρθω κι εγώ μαζί σας; - Να έρθεις.
    4. (σε ερωτηματικές προτάσεις) δηλώνει απορία, επιθυμία, αγανάκτηση ή άλλα συναισθήματα
      παράδειγμα  Να μου το εξηγήσεις, σε παρακαλώ;
    5. δηλώνει προτροπή, διαταγή, απαγόρευση ή παράκληση
      παράδειγμα  Να μελετήσεις πιο προσεκτικά!
    6. (σε επιφωνηματικές προτάσεις) δηλώνει αγανάκτηση, έκπληξη, θαυμασμό
      παράδειγμα  Μα να μην το δω!
  2. (σε δευτερεύουσες προτάσεις)
    1. εισάγει συμπερασματικές προτάσεις
      παράδειγμα  Δεν είμαι δυνατή (ώστε) να σηκώσω τέτοιο βάρος.
    2. εισάγει τελικές προτάσεις
      παράδειγμα  Θα πάω (για) να βεβαιωθώ.
      παράδειγμα  Ελα να φας!
    3. εισάγει βουλητικές προτάσεις (συχνά με τα χωρίς, δίχως, αντί)
      παράδειγμα  Θέλω να φύγω.
      παράδειγμα  Δίχως να θέλω να περιαυτολογήσω, οι προβλέψεις μου συνήθως επιβεβαιώνονται.
    4. εισάγει ειδικές προτάσεις
      παράδειγμα  Δεν πιστεύω να διαφωνείς.
    5. αντί του υποθετικού, παραχωρητικού ή αοριστολογικού αν
      παράδειγμα  Να μη σε ήξερα, θα έλεγα ότι είσαι τεμπέλης.
      παράδειγμα  Και να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, δε θα σου κάνω τη χάρη.
      παράδειγμα  Όπου και να πήγα, πουθενά δεν ήταν σαν τον τόπο μου
    6. σε αναφορικές προτάσεις
      παράδειγμα  Σιγά μη βρεις τέτοια ώρα φαρμακείο (που) να 'ναι ανοιχτό.
    7. σε χρονικές προτάσεις μετά τα μέχρι, πριν, προτού
      παράδειγμα  Έφαγα μισή ώρα (μέχρι) να βρω θέση για παρκάρισμα.
      παράδειγμα  Οι ψαρόβαρκες έφυγαν λίγο πριν να δύσει ο ήλιος.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Παλιότερες γραφές: πολυτονικό νά, πάντοτε με βαρεία: νὰ

  • Με γραφές νἆταν/νἄτανε (νάταν, νάτανε) < να 'ταν(ε), να ήταν(ε)
      Σφίξε μας, μάννα, σφίξε μας. Γυμνά, ξαρματωμένα, | σὰν νἄτανε κατάδικα, σὰν νἆταν νικημένα, |ἔρχονται μὲς στὸν κόρφο σου. Δῶσέ μας τὴν εὐχή σου | καὶ σβύε πᾶσα μας πληγὴ μ' ἕνα θερμὸ φιλί σου.
    1857 Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ἡ δάφνη καὶ τὸ ἀηδόνι, Εἰκοστὴ Πέμπτη Μαρτίου
    Σημείωση: εδώ το «νά» ενώνεται με το ἤτανε σε «νἄτανε» και με το ἦταν σε «νἆταν».
  • Σε απλούστερα κείμενα της καθαρεύουσας αντί του ἵνα
      1. Νὰ ῥάπτῃ, νὰ πλέκῃ καὶ νὰ ἐπισκευάζῃ. 2. Νὰ ἐργάζηται τὴν μηχανὴν τῆς ῥαπτικῆς. 3. Νὰ μαγειρεύῃ, νὰ σαρώνῃ καὶ νὰ τηρῇ τὰ τῆς οἰκίας ἐν τάξει. 4. Νὰ διευθετῇ μόνη τὴν κόμην αὐτῆς κομψῶς. 5. Νὰ γράφῃ, ν’ ἀναγινώσκῃ καὶ ν’ ἀριθμῇ. 6. Νὰ νοσηλεύῃ τοὺς ἀσθενεῖς, νὰ ἦναι γενναιόκαρδος καὶ νὰ συντρέχῃ τοὺς ἐνδεεῖς. 7. Νὰ δέχηται τοὺς ἐπισκεπτομένους τοὺς γονεῖς, ἐν ἀπουσίᾳ αὐτῶν καὶ νὰ περιποιῆται αὐτοὺς καὶ φιλοφρόνως καὶ εὐγενῶς. Διὰ τῶν γνώσεων τούτων θέλει δυνηθῇ, νὰ καταστήσῃ ἑαυτήν τε καὶ τὸν πλησίον αὐτῆς εὐτυχῆ.
    1876 Ανώνυμος, Ἀθηναΐς-Ἔτος Α΄, τεῦχος 2, Τί ὀφείλει νὰ γινώσκῃ ἑκάστη κόρη, Ἀθῆναι 1 Φεβρουαρίου 1876

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
να (μόριο) (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νά < αρχαία ελληνική ἤν[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈna/ (προφέρεται τονισμένο)

να

  1. χρησιμεύει για να δείξουμε κάτι
    παράδειγμα  να τον!
    παράδειγμα  Να το βιβλίο που σου 'λεγα.
      Νά την! ἐφώνησε, προλαβών, ὁ γέρων, περίλυπος καὶ ἀγανακτῶν· δεικνύων δὲ αὐτὴν εἰς τοὺς ἄλλους: — Πλησιάσατε, κύριοι λογιώτατοι, νὰ ἰδῆτε, προσέθηκε μετ’ εἰρωνίας καὶ θριάμβου. Τὰ βλέπετε; Ἄβουλα καὶ οὐδαμῶς τῶν Ἀργείων: Κουκοῦτσι μυαλὸ δὲν ἔχουν οἱ Ἀργεῖοι! Νά, χάλια! Εἶνε νὰ τὸ ὑποφέρῃ κανείς; Τί αἶσχος καὶ τί καταδίκη! Ὁρίστε τόρα καὶ μὴ ἐντρέπεσθε, μὴ κοκκινίζετε, μὴ ἀγανακτῆτε, ἂν μπορῆτε! Δὲν σᾶς τὰ ἔλεγα ἐγώ;
  1.  συνώνυμα: ιδού! (λόγιο), ορίστε!
  2. συνοδευόμενο από ένα ή δύο χέρια με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά, σημαίνει βρισιά] (παλιότερα κακή ευχή)
    παράδειγμα  Να!
     συνώνυμα: όρσε (ιδιωματικό), πάρ' τα
     δείτε τη λέξη μούτζα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • να τα μας... (για κάτι δυσάρεστο που ήταν αναμενόμενο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 να - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. να - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)