έκπληξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκπληξη | οι | εκπλήξεις |
γενική | της | έκπληξης* | των | εκπλήξεων |
αιτιατική | την | έκπληξη | τις | εκπλήξεις |
κλητική | έκπληξη | εκπλήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπλήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκπληξη < (ελληνιστική κοινή) ἔκπληξις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκπληξη θηλυκό
- το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συμβαίνει κάτι ξαφνικό και τελείως αναπάντεχο
- ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου μετά από τόσα χρόνια
- η ενέργεια που κάνουμε περιμένοντας ότι προκαλέσουμε σε κάποιον αυτό το συναίσθημα, πχ ένα απρόσμενο δώρο
- του φυλάω μια έκπληξη για τα γενέθλιά του