έκπληξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκπληξη οι εκπλήξεις
      γενική της έκπληξης* των εκπλήξεων
    αιτιατική την έκπληξη τις εκπλήξεις
     κλητική έκπληξη εκπλήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπλήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έκπληξη < (ελληνιστική κοινή) ἔκπληξις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έκπληξη θηλυκό

  1. το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συμβαίνει κάτι ξαφνικό και τελείως αναπάντεχο
    ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν τον είδα ξαφνικά μπροστά μου μετά από τόσα χρόνια
  2. η ενέργεια που κάνουμε περιμένοντας ότι προκαλέσουμε σε κάποιον αυτό το συναίσθημα, πχ ένα απρόσμενο δώρο
    του φυλάω μια έκπληξη για τα γενέθλιά του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]