surprise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
surprise surprises

surprise (en)

  1. η έκπληξη
    My day was full of surprises.
    Η μέρα μου ήταν γεμάτη με εκπλήξεις.
  2. ο αιφνιδιασμός

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας surprise
γ΄ ενικό ενεστώτα surprises
αόριστος surprised
παθητική μετοχή surprised
ενεργητική μετοχή surprising

surprise (en)

  1. καταπλήσσω, εκπλήσσω
    Seeing him leave surprised me.
    Καταπλάγηκα όταν τον είδα να φεύγει.
    Nothing surprises me now.
    Τίποτα δεν με εκπλήσσει τώρα.
    It is nothing to be surprised about.
    Δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonish
  2. κάνω σε κάποιον έκπληξη

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surprise (fr)

  1. η έκπληξη
    il lui a fait une belle surprise ! - του/της έκανε μια ωραία έκπληξη!
    quelle surprise ! - τι έκπληξη!
  2. ο αιφνιδιασμός
  3. το ξάφνιασμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]