surprise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surprise (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
surprise (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surprise (fr)
- η έκπληξη
- il lui a fait une belle surprise ! - του/της έκανε μια ωραία έκπληξη!
- quelle surprise ! - τι έκπληξη!
- ο αιφνιδιασμός
- το ξάφνιασμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ahurissement
- confusion
- consternation
- découverte
- éblouissement
- effarement
- embuscade (2)
- étonnement
- ébahissement
- saisissement
- stupéfaction
- stupeur