surprise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
surprise | surprises |
surprise (en)
- η έκπληξη
- ↪ My day was full of surprises.
- Η μέρα μου ήταν γεμάτη με εκπλήξεις.
- ↪ My day was full of surprises.
- ο αιφνιδιασμός
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | surprise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surprises |
αόριστος | surprised |
παθητική μετοχή | surprised |
ενεργητική μετοχή | surprising |
surprise (en)
- καταπλήσσω, εκπλήσσω
- κάνω σε κάποιον έκπληξη
Πηγές[επεξεργασία]
- surprise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- surprise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 272, 428-429. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκπλήσσω, καταπλήσσω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surprise (fr)
- η έκπληξη
- il lui a fait une belle surprise ! - του/της έκανε μια ωραία έκπληξη!
- quelle surprise ! - τι έκπληξη!
- ο αιφνιδιασμός
- το ξάφνιασμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ahurissement
- confusion
- consternation
- découverte
- éblouissement
- effarement
- embuscade (2)
- étonnement
- ébahissement
- saisissement
- stupéfaction
- stupeur