astonish
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ρήμα
1.1.1
Συγγενικές λέξεις
1.1.2
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
astonish
(en)
εκπλήσσω
,
καταπλήσσω
This man's inventiveness never fails to
astonish
me
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
astonishment
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
surprise
flabbergast
stun
amaze
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ρήματα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
Deutsch
English
Eesti
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lietuvių
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Oromoo
Polski
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文