floor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
floor floors

floor (en)

  1. ο όροφος, το πάτωμα
    I live on the third floor.
    Μένω στον τρίτο όροφο.
     συνώνυμα: story (αμερικανικό), storey (βρετανικό), level
  2. το δάπεδο, το πάτωμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας floor
γ΄ ενικό ενεστώτα floors
αόριστος floored
παθητική μετοχή floored
ενεργητική μετοχή flooring

floor (en)

  1. εκπλήσσω ή μπερδεύω κάποιον ώστε να μην είναι σίγουρος τι να πει ή να κάνει
    His refusal floored me.
    Με εξέπληξε η άρνησή του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonish
  2. (μεταβατικό) στρώνω το πάτωμα
    The rooms were floored with African wood.
    Τα δωμάτια ήταν στρωμένα με αφρικάνικο ξύλο.

Πηγές[επεξεργασία]