floor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
floor | floors |
floor (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | floor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | floors |
αόριστος | floored |
παθητική μετοχή | floored |
ενεργητική μετοχή | flooring |
floor (en)
- (μεταβατικό) στρώνω το πάτωμα
- ↪ The rooms were floored with African wood.
- Τα δωμάτια ήταν στρωμένα με αφρικάνικο ξύλο.
- ↪ The rooms were floored with African wood.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: όροφος, στρώνω