level

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

level < (κληρονομημένο) μέση αγγλική level < παλαιά γαλλική livel

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɛv.əl/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: lev‐el

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός level
συγκριτικός leveler / leveller
υπερθετικός levelest / levellest

level (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
level levels

level (en)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας level
γ΄ ενικό ενεστώτα levels
αόριστος leveled, levelled
παθητική μετοχή leveled, levelled
ενεργητική μετοχή leveling, levelling

level (en)

  1. ισιώνω
    I leveled the painting - ίσιωσα τον πίνακα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη straighten
  2. ισοπεδώνω
    The earthquake completely leveled ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: flatten, raze

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 388, 389. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ισιώνω, ισοπεδώνω