level
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- level < μέση αγγλική level < παλαιά γαλλική livel
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlɛv.əl/
- level
- συλλαβισμός : lev‐el
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
level (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
level (en)