επίπεδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίπεδος | η | επίπεδη | το | επίπεδο |
γενική | του | επίπεδου | της | επίπεδης | του | επίπεδου |
αιτιατική | τον | επίπεδο | την | επίπεδη | το | επίπεδο |
κλητική | επίπεδε | επίπεδη | επίπεδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίπεδοι | οι | επίπεδες | τα | επίπεδα |
γενική | των | επίπεδων | των | επίπεδων | των | επίπεδων |
αιτιατική | τους | επίπεδους | τις | επίπεδες | τα | επίπεδα |
κλητική | επίπεδοι | επίπεδες | επίπεδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίπεδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπεδος < ἐπί + πέδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pedóm < *pṓds (πόδι, πούς) < *ped-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.pe.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐πε‐δος
Επίθετο[επεξεργασία]
επίπεδος, -η, -ο
- που η επιφάνειά του ούτε προεξέχει ούτε έχει εσοχές, που είναι ομαλός
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από μονοτονία και έλλειψη ποικιλίας
- (μαθηματικά) που έχει σχέση με το επίπεδο ή αναφέρεται σ’ αυτό
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- επίπεδος προγραμματισμός (πληροφορική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)