επιπεδογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιπεδογραφικός η επιπεδογραφική το επιπεδογραφικό
      γενική του επιπεδογραφικού της επιπεδογραφικής του επιπεδογραφικού
    αιτιατική τον επιπεδογραφικό την επιπεδογραφική το επιπεδογραφικό
     κλητική επιπεδογραφικέ επιπεδογραφική επιπεδογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιπεδογραφικοί οι επιπεδογραφικές τα επιπεδογραφικά
      γενική των επιπεδογραφικών των επιπεδογραφικών των επιπεδογραφικών
    αιτιατική τους επιπεδογραφικούς τις επιπεδογραφικές τα επιπεδογραφικά
     κλητική επιπεδογραφικοί επιπεδογραφικές επιπεδογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιπεδογραφικός < επιπεδογραφία / επιπεδογράφος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

επιπεδογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]