πέδον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέδον ουδέτερο
- ἐπεὶ τὸ Τροίας εἷλον Ἕλληνες πέδον (Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 125)
- Ω γῆς πατρῴας χαῖρε φίλτατον πέδον (Ευριπίδης)