leveler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leveler < level + -er συγκριτικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

leveler (en)