όροφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όροφος | οι | όροφοι |
γενική | του | ορόφου & όροφου |
των | ορόφων |
αιτιατική | τον | όροφο | τους | ορόφους |
κλητική | όροφε | όροφοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όροφος < αρχαία ελληνική ὄροφος < ἐρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όροφος αρσενικό
- χώρος οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές που αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαμερίσματα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο (ο όρος δεν εφαρμόζεται στο υπόγειο, το ισόγειο, ή τον ημιώροφο)
- πρώτος όροφος
- τρίτος όροφος
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χώρος οικοδομής