οικοδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικοδομή | οι | οικοδομές |
γενική | της | οικοδομής | των | οικοδομών |
αιτιατική | την | οικοδομή | τις | οικοδομές |
κλητική | οικοδομή | οικοδομές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοδομή < ελληνιστική κοινή οἰκοδομή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.kɔ.ðɔ.ˈmi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοδομή θηλυκό
- κτήριο υπό κατασκευή
- το επάγγελμα του οικοδόμου
- δουλεύει από 18 χρονών στην οικοδομή
- το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ανέγερση οικοδομημάτων
- η πρόσφατη οικονομική κρίση δημιούργησε προβλήματα και στην οικοδομή