οικοδόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικοδόμος < αρχαία ελληνική οἰκοδόμος < οἶκος + δέμω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οικοδόμος αρσενικό