οἶκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οίκος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἶκος οἱ οἶκοι
      γενική τοῦ οἴκου τῶν οἴκων
      δοτική τῷ οἴκ τοῖς οἴκοις
    αιτιατική τὸν οἶκον τοὺς οἴκους
     κλητική ! οἶκε οἶκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἴκω
γεν-δοτ τοῖν  οἴκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs. Συγγενή: λατινική vicus (συγκρότημα κατοικιών), विश् (viś), वेश (veśa, οικία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οἶκος αρσενικό

  1. σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής
    Λουκιανός, Περὶ τοῦ οἴκου
  2. μέρος ενός σπιτιού, δωμάτιο
  3. για τους θεούς ο ναός
  4. για ζώα η φωλιά, ο στάβλος κλπ
  5. το νοικοκυριό, η περιουσία μιας οικογένειας
  6. η οικογένεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
οἰκο- 

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]