νοικοκυριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοικοκυριό < μεσαιωνική ελληνική νοικοκυριό < νοικοκυρεύω < νοικοκύρης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ni.kɔ.ci.ˈɾʝɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοικοκυριό ουδέτερο
- οι καθημερινές εργασίες που είναι απαραίτητες για ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό (μαγείρεμα, σκούπισμα κ.λπ.)
- ο απαραίτητος εξοπλισμός για ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό (έπιπλα, σκεύη κ.λπ.)
- (συνεκδοχικά) η οικογένεια που ζει σε ένα σπίτι, σε κάποιο σπιτικό
- (κατ’ επέκταση) η οικονομική και γενικότερη διαχείριση, επιστασία και εποπτεία ενός σπιτικού
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις νοικοκύρης, οίκος και κύριος