κύριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύριος < κῦρος [1][2]
- τίτλος ή προσφώνηση < ελληνιστική προσφώνηση) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική monsieur ή την ιταλική signore
- σημασία «πολύ έντιμος» < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική gentleman
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐ρι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κύριος | η | κύρια | το | κύριο |
γενική | του | κύριου | της | κύριας | του | κύριου |
αιτιατική | τον | κύριο | την | κύρια | το | κύριο |
κλητική | κύριε | κύρια | κύριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κύριοι | οι | κύριες | τα | κύρια |
γενική | των | κύριων | των | κύριων | των | κύριων |
αιτιατική | τους | κύριους | τις | κύριες | τα | κύρια |
κλητική | κύριοι | κύριες | κύρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κύριος, -α, -ο, συγκριτικός : κυριότερος, υπερθετικός : κυριότατος
- που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, τη μεγαλύτερη σημασία, πρωτεύων, σημαντικός
- ↪ Οι κύριοι στόχοι μας για το επόμενο εξάμηνο είναι οι εξής:...
- ↪ Η κύρια σύνταξη και η επικουρική.
- (γραμματική) κύρια πρόθεση: η πρόθεση των αρχαίων ελληνικών που χρησιμοποιείται τόσο στη σύνθεση όσο και στο σχηματισμό εμπρόθετων με πλάγιες πτώσεις (βλέπε και καταχρηστικός)
- (γραμματική) κύρια πρόταση: η πρόταση που μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, αυτή που δεν εξαρτάται από κάποια άλλη (βλέπε και δευτερεύων)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύριος | οι | κύριοι |
γενική | του | κυρίου & κύριου |
των | κυρίων |
αιτιατική | τον | κύριο | τους | κυρίους & κύριους |
κλητική | κύριε | κύριοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κύριος αρσενικό (θηλυκό κυρία)
- ο κυρίαρχος
- ↪ Όταν θα είσαι κύριος του εαυτού σου, να γυρνάς σπίτι ό,τι ώρα θέλεις!
- ενήλικος άνδρας
- ↪ Ήρθαν δύο κύριοι και σε ζητούσαν.
- συνοδεύει το όνομα ή το επώνυμο ενός ενήλικου άνδρα
- (μεταφορικά) ο έντιμος και αξιοπρεπής άντρας, αυτός που κρατάει πάντα τη θέση του
- ↪ ο τάδε είναι ένας πραγματικός κύριος
- ↪ Η μικρή του έκανε τα γλυκά μάτια, αλλά αυτός στάθηκε κύριος. (δεν υπέκυψε στον πειρασμό)
- (προσφώνηση) ως προσφώνηση οποιουδήποτε άντρα και στο σχολείο του δασκάλου από τους μαθητές
- ↪ Κύριε, κύριε, να πάω έξω;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνοδευτικό του ονόματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κύριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κύριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύριος < θέμα κῡ-ρ- μεταπτωτική βαθμίδα για την < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (φουσκώνω, γίνομαι ισχυρός) (όπως αργότερα και το κῦρος, κυρόω) + -ιος. Δείτε και κύω.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkyː.ri.os/ (από το 5ο αίωνα πκε ώς τους πρώτους αιώνες κε)
Επίθετο
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κύριος | ἡ | κυρίᾱ & κύριος |
τὸ | κύριον |
γενική | τοῦ | κυρίου | τῆς | κυρίᾱς & κυρίου |
τοῦ | κυρίου |
δοτική | τῷ | κυρίῳ | τῇ | κυρίᾳ & κυρίῳ |
τῷ | κυρίῳ |
αιτιατική | τὸν | κύριον | τὴν | κυρίᾱν & κύριον |
τὸ | κύριον |
κλητική ὦ! | κύριε | κυρίᾱ & κύριε |
κύριον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | κύριοι | αἱ | κύριαι & κύριοι |
τὰ | κύριᾰ |
γενική | τῶν | κυρίων | τῶν | κυρίων & κυρίων |
τῶν | κυρίων |
δοτική | τοῖς | κυρίοις | ταῖς | κυρίαις & κυρίοις |
τοῖς | κυρίοις |
αιτιατική | τοὺς | κυρίους | τὰς | κυρίᾱς & κυρίους |
τὰ | κύριᾰ |
κλητική ὦ! | κύριοι | κύριαι & κύριοι |
κύριᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυρίω | τὼ | κυρίᾱ & κυρίω |
τὼ | κυρίω |
γεν-δοτ | τοῖν | κυρίοιν | τοῖν | κυρίαιν & κυρίοιν |
τοῖν | κυρίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κύριος, -α, -ον, επίσης, -ος, -ος, -ον
- (αρχική σημασία) κυρίαρχος, επικρατών, που έχει εξουσία
- νόμιμος, έγκυρος, ισχύων
- αρμόδιος
- (για λέξεις) κυριολεκτικός
Παράγωγα
[επεξεργασία]- κυριαρχία, κυρίαρχος & παράγωγα
- κυριεύω & παράγωγα
- κύριος#Ουσιαστικό
- κυριολεκτέω
- κυριότης
- κυρίως (επίρρημα)
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κύριος | οἱ | κύριοι | ||||
γενική | τοῦ | κυρίου | τῶν | κυρίων | ||||
δοτική | τῷ | κυρίῳ | τοῖς | κυρίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | κύριον | τοὺς | κυρίους | ||||
κλητική ὦ! | κύριε | κύριοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κύριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- που είναι αφέντης, ο κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης
- (προσφώνηση στην κλητική κύριε) προσφώνηση που δείχνει σεβασμό
- ※ προσέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῇ καὶ εἶπε· πότισόν με δὴ μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου. ἡ δὲ εἶπε· πίε͵ κύριε. (Φίλων Ιουδαίος)
- → δείτε και Κύριος με κεφαλαίο για το Χριστό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- κύριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προσφωνήσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)