κύριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κύριος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύριος < κῦρος [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐ρι‐ος

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κύριος η κύρια το κύριο
      γενική του κύριου της κύριας του κύριου
    αιτιατική τον κύριο την κύρια το κύριο
     κλητική κύριε κύρια κύριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κύριοι οι κύριες τα κύρια
      γενική των κύριων των κύριων των κύριων
    αιτιατική τους κύριους τις κύριες τα κύρια
     κλητική κύριοι κύριες κύρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κύριος, -α, -ο, συγκριτικός: κυριότερος, υπερθετικός:  κυριότατος

  1. που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, τη μεγαλύτερη σημασία, πρωτεύων, σημαντικός
    Οι κύριοι στόχοι μας για το επόμενο εξάμηνο είναι οι εξής:...
    Η κύρια σύνταξη και η επικουρική.
  2. (γραμματική) κύρια πρόθεση: η πρόθεση των αρχαίων ελληνικών που χρησιμοποιείται τόσο στη σύνθεση όσο και στο σχηματισμό εμπρόθετων με πλάγιες πτώσεις (βλέπε και καταχρηστικός)
  3. (γραμματική) κύρια πρόταση: η πρόταση που μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, αυτή που δεν εξαρτάται από κάποια άλλη (βλέπε και δευτερεύων)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύριος οι κύριοι
      γενική του κυρίου
κύριου
των κυρίων
    αιτιατική τον κύριο τους κυρίους
κύριους
     κλητική κύριε κύριοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κύριος αρσενικό (θηλυκό κυρία)

  1. ο κυρίαρχος
    Όταν θα είσαι κύριος του εαυτού σου, να γυρνάς σπίτι ό,τι ώρα θέλεις!
  2. ενήλικος άνδρας
    Ήρθαν δύο κύριοι και σε ζητούσαν.
  3. συνοδεύει το όνομα ή το επώνυμο ενός ενήλικου άνδρα
    ο κύριος Παπαδόπουλος· ο κύριος Νίκος
    συντομογραφία κλιτή: κος / Κος ή κ.
  4. (μεταφορικά) ο έντιμος και αξιοπρεπής άντρας, αυτός που κρατάει πάντα τη θέση του
    ο τάδε είναι ένας πραγματικός κύριος
    Η μικρή του έκανε τα γλυκά μάτια, αλλά αυτός στάθηκε κύριος. (δεν υπέκυψε στον πειρασμό)
  5. (προσφώνηση) ως προσφώνηση οποιουδήποτε άντρα και στο σχολείο του δασκάλου από τους μαθητές
    Κύριε, κύριε, να πάω έξω;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κύριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κύριοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύριος < θέμα κῡ-ρ- μεταπτωτική βαθμίδα για την < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (φουσκώνω, γίνομαι ισχυρός) (όπως αργότερα και το κῦρος, κυρόω) + -ιος. Δείτε και κύω.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkyː.ri.os/ (από το 5ο αίωνα πκε ώς τους πρώτους αιώνες κε)
ΔΦΑ : /ˈcy.ri.os/ (ελληνιστική προφορά και μεσαιωνική προφορά έως περίπου του 15ο αιώνα)

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κύριος κυρί
κύριος
τὸ κύριον
      γενική τοῦ κυρίου τῆς κυρίᾱς
κυρίου
τοῦ κυρίου
      δοτική τῷ κυρί τῇ κυρί
κυρί
τῷ κυρί
    αιτιατική τὸν κύριον τὴν κυρίᾱν
κύριον
τὸ κύριον
     κλητική ! κύριε κυρί
κύριε
κύριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κύριοι αἱ κύριαι
κύριοι
τὰ κύρι
      γενική τῶν κυρίων τῶν κυρίων
κυρίων
τῶν κυρίων
      δοτική τοῖς κυρίοις ταῖς κυρίαις
κυρίοις
τοῖς κυρίοις
    αιτιατική τοὺς κυρίους τὰς κυρίᾱς
κυρίους
τὰ κύρι
     κλητική ! κύριοι κύριαι
κύριοι
κύρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυρίω τὼ κυρί
κυρίω
τὼ κυρίω
      γεν-δοτ τοῖν κυρίοιν τοῖν κυρίαιν
κυρίοιν
τοῖν κυρίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κύριος, -α, -ον, επίσης, -ος, -ος, -ον

  1. (αρχική σημασία) κυρίαρχος, επικρατών, που έχει εξουσία
  2. νόμιμος, έγκυρος, ισχύων
     αντώνυμα: ἄκυρος
  3. αρμόδιος
  4. (για λέξεις) κυριολεκτικός

Παράγωγα

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύριος οἱ κύριοι
      γενική τοῦ κυρίου τῶν κυρίων
      δοτική τῷ κυρί τοῖς κυρίοις
    αιτιατική τὸν κύριον τοὺς κυρίους
     κλητική ! κύριε κύριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυρίω
γεν-δοτ τοῖν  κυρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κύριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. που είναι αφέντης, ο κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης
  2. (προσφώνηση στην κλητική κύριε) προσφώνηση που δείχνει σεβασμό
    ※  προσέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῇ καὶ εἶπε· πότισόν με δὴ μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου. ἡ δὲ εἶπε· πίε͵ κύριε. (Φίλων Ιουδαίος)
    → δείτε και Κύριος με κεφαλαίο για το Χριστό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.