μεταπτωτική βαθμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταπτωτική βαθμίδα | οι | μεταπτωτικές βαθμίδες |
γενική | της | μεταπτωτικής βαθμίδας | των | μεταπτωτικών βαθμίδων |
αιτιατική | τη | μεταπτωτική βαθμίδα | τις | μεταπτωτικές βαθμίδες |
κλητική | μεταπτωτική βαθμίδα | μεταπτωτικές βαθμίδες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταπτωτική βαθμίδα < → δείτε τις λέξεις μεταπτωτικός και βαθμίδα
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μεταπτωτική βαθμίδα θηλυκό
- (γλωσσολογία) κάθε μορφή της ρίζας που προκύπτει από μεταπτώσεις
- το ρήμα λείπω έχει μεταπτωτικές βαθμίδες λειπ-, λιπ-, λοιπ-
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]- απαθής βαθμίδα
- ετεροιωμένη βαθμίδα, καθ' ετεροίωσιν, καθ' ετεροίωση
- εκτεταμένη βαθμίδα
- εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα
- συνεσταλμένη βαθμίδα
- μηδενισμένη βαθμίδα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- «μετάπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)