Το Βικιλεξικό είναι εργαλείο που συμβουλεύονται πολλοί και για τα νέα, αλλά και για τα αρχαία ελληνικά. Λέξεις όπως τα εἰμί, γράφω, λύω είναι τακτικές, χρόνο με το χρόνο, αλλά σε κάθε χρονιά, άλλες λέξεις τραβούν το ενδιαφέρον των χρηστών του Βικιλεξικού. Αυτή τη χρονιά, θα δείτε μήνα με το μήνα κάποιες από αυτές τις επίκαιρες λέξεις (το Zeitgeist του Βικιλεξικού) εδώ. Αν έχετε κάποια ιδέα για νέες λέξεις ή για βελτίωση υπαρχόντων, εμπλουτίστε το Βικιλεξικό: (δημιουργήστε νέα λήμματα) ή διορθώστε υπάρχοντα λήμματα ή συμπληρώστε παραθέματα.


μεταπτωτική βαθμίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταπτωτική βαθμίδα οι μεταπτωτικές βαθμίδες
      γενική της μεταπτωτικής βαθμίδας των μεταπτωτικών βαθμίδων
    αιτιατική τη μεταπτωτική βαθμίδα τις μεταπτωτικές βαθμίδες
     κλητική μεταπτωτική βαθμίδα μεταπτωτικές βαθμίδες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταπτωτική βαθμίδα < → δείτε τις λέξεις μεταπτωτικός και βαθμίδα

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

μεταπτωτική βαθμίδα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

αγγλικά:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • «μετάπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)