ρίζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥίζα, ριζά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρίζα οι ρίζες
      γενική της ρίζας των ριζών
    αιτιατική τη ρίζα τις ρίζες
     κλητική ρίζα ρίζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μερικές ρίζες του δέντρου φαίνονται και πάνω από το έδαφος
το σύμβολο της τετραγωνικής ρίζας ενός αριθμού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρίζα < αρχαία ελληνική ῥίζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρίζα θηλυκό

  1. το μέρος φυτού που είναι ριζωμένο στο χώμα
    μερικά λαχανικά, όπως το καρότο, είναι ρίζες και όχι καρποί
  2. (γλωσσολογία) το αρχικό και αμετάβλητο μέρος μιας λέξης από το οποίο μπορούν να παράγονται πολλά θέματα
    το αρχικό τμήμα γραφ-, που απ' αυτό παράγονται με ποικίλους μορφοφωνολογικούς κανόνες όλες οι λέξεις της ομάδας αυτής, λέγεται ρίζα
  3. η πηγή, η προέλευση, η αιτία
    τη ρίζα του προβλήματος την ξέρουμε όλοι
    αυτή η παράδοση έχει τις ρίζες της στον 12ο αιώνα
  4. σχέσεις, δεσμοί, αισθήματα που δένουν κάποιον σε έναν τόπο
    έβγαλε ρίζες στο εξωτερικό και δε λέει να γυρίσει εδώ παρά για λίγο
  5. το κατώτερο μέρος, η βάση
    το χωριό βρίσκεται στις ρίζες του βουνού
  6. (μαθηματικά) αριθμός ο οποίος μηδενίζει την τιμή μιας συνάρτησης
    μια συνάρτηση μπορεί να μην έχει καμία ρίζα
  7. (μαθηματικά) (ειδικότερα) αριθμός ο οποίος μηδενίζει την τιμή της συνάρτησης χ στη νιοστή (χν)
    η τετραγωνική ρίζα του δύο είναι άρρητος αριθμός
    η τρίτη ρίζα του 9 είναι το 3
    η τετραγωνική ρίζα του x συμβολίζεται απλά με:
  8. (χημεία) ομάδα ατόμων που δεν υφίσταται μεταβολή στη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης
    Η νιτρική ρίζα (NO-3) αποτελείται από ένα άτομο αζώτου και τρία άτομα οξυγόνου και είναι φορτισμένη αρνητικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]