racine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
racine < από το κάτω λατινικό radicina < radix (γενική radicis) < αρχαία ελληνική ῥίζα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
racine (fr) θηλυκό (πληθυντικός: racines)