radix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- radix < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds. Συγγενές με το αρχαία ελληνική ῥάδιξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
radix θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ρίζα
- το κατώτερο μέρος ενός πράγματος
- (βοτανική) ραπανάκι
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radix | radicēs |
γενική | radicis | radicum |
δοτική | radicī | radicibus |
αιτιατική | radicem | radicēs |
κλητική | radix | radicēs |
αφαιρετική | radice | radicibus |