grade
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grade | grades |
grade (en)
- ο βαθμός
- ⮡ What grade did you get in Spanish?
- Τι βαθμό πήρες στα ισπανικά;
- ⮡ His grades on the final exams are really impressive.
- Οι βαθμοί του στις τελικές εξετάσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.
- ⮡ What grade did you get in Spanish?
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | grade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grades |
αόριστος | graded |
παθητική μετοχή | graded |
ενεργητική μετοχή | grading |
grade (en)
- βαθμολογώ, βάζω έναν βαθμό σε κάτι από μαθητή
- ⮡ My teacher grades leniently.
- Ο καθηγητής μου βαθμολογεί με επιείκεια.
- ⮡ My teacher grades leniently.
- ταξινομώ, τακτοποιώ ανθρώπους ή πράγματα σε ομάδες ανάλογα με τις ικανότητες, την ποιότητα, το μέγεθός τους κτλ.
- ⮡ The containers are graded according to size.
- Τα δοχεία ταξινομούνται σύμφωνα με το μέγεθος.
- ⮡ The containers are graded according to size.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grade | grades |
grade (fr) αρσενικό
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]grade (eo)