Μετάβαση στο περιεχόμενο

grade

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

grade (en)

  • ο βαθμός
      What grade did you get in Spanish?
    Τι βαθμό πήρες στα ισπανικά;
      His grades on the final exams are really impressive.
    Οι βαθμοί του στις τελικές εξετάσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακοί.
ενεστώτας grade
γ΄ ενικό ενεστώτα grades
αόριστος graded
παθητική μετοχή graded
ενεργητική μετοχή grading

grade (en)

  1. βαθμολογώ, βάζω έναν βαθμό σε κάτι από μαθητή
      My teacher grades leniently.
    Ο καθηγητής μου βαθμολογεί με επιείκεια.
  2. ταξινομώ, τακτοποιώ ανθρώπους ή πράγματα σε ομάδες ανάλογα με τις ικανότητες, την ποιότητα, το μέγεθός τους κτλ.
      The containers are graded according to size.
    Τα δοχεία ταξινομούνται σύμφωνα με το μέγεθος.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grade grades

grade (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grade < grad- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

grade (eo)