κλιμάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλιμάκιο | τα | κλιμάκια |
γενική | του | κλιμακίου | των | κλιμακίων |
αιτιατική | το | κλιμάκιο | τα | κλιμάκια |
κλητική | κλιμάκιο | κλιμάκια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλιμάκιο < κλιμάκιον (υποκοριστικό του ουσιαστικού κλῖμαξ) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική échelon
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλιμάκιο ουδέτερο
- βαθμίδα σε μια κλίμακα (πχ φορολογική, μισθολογική κ.λπ.)
- οι δημόσιοι υπάλληλοι αλλάζουν μισθολογικό κλιμάκιο κάθε δύο χρόνια
- ομάδα στελεχών ενός οργανισμού που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα της ιεραρχίας ή με μία συγκεκριμένη αποστολή
- την Ελλάδα επισκέπτεται κλιμάκιο στελεχών του Δ.Ν.Τ.