bracket
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bracket (en)
- (τυπογραφία, μαθηματικά, πληροφορική) σύμβολο, συνήθως σε ζεύγη (αριστερό, δεξιό σύμβολο), που χρησιμοποιούνται για να ξεχωρίσουν κείμενο, όπως και στις μαθηματικές εκφράσεις
- δείτε επίσης: bracket στην αγγλική Βικιπαίδεια
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- angle bracket, chevron (οι γωνιώδεις αγκύλες <...>)
- brace, curly bracket, curly brace (τα άγκιστρα {...})
- round bracket ή parenthesis (οι παρενθέσεις (...))
- square bracket (οι αγκύλες [...])
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- bracket (αποσαφήνιση) στην αγγλική Βικιπαίδεια