λύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύω < αρχαία ελληνική λύω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
λύω
- (λόγιο) λύνω, επιλύω
- δίνω τέλος
- λύω την πολιορκία
- λύεται η συνεδρίαση
- αποσυναρμολογώ
- δίνω τέλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | λύω | λύομαι |
Παρατατικός | ἔλυον | ἐλυόμην |
Μέλλοντας | λύσω | λύσομαι & λυθήσομαι |
Αόριστος | ἔλυσα | ἐλυσάμην & ἐλύθην |
Παρακείμενος | λέλυκα | λέλυμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐλελύκειν | ἐλελύμην |
Συντελ.Μέλλ. | λελυκώς ἔσομαι | λελύσομαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH-
Ρήμα[επεξεργασία]
λύω (παθητική φωνή: λύομαι)
- λύνω, ανοίγω
- λύω ζωστῆρα
- λυσαμένα πλοκαμῖδας: αφού έλυσε τα μαλλιά της
- κλῄθρων λυθέντων: όταν άνοιξαν οι πύλες
- λύω γράμματα: ανοίγω ένα γράμμα
- λύω στόμα: ανοίγω το στόμα
- λύω βλεφάρων ἕδραν: ανοίγω τα βλέφαρα, ξυπνώ (αλλά και το αντίστροφο, βλέπε παρακάτω #3)
- λύνω, απελευθερώνω
- λίσσετο δ’ αἰεὶ // Ἥφαιστον κλυτοεργόν, ὅπως λύσειεν Ἄρηα (Οδύσσεια, θ 345)
- χαλαρώνω, στερώ τη δύναμη (όπως στο νεοελληνικό «μου λύθηκαν τα γόνατα»)
- ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα (Ιλιάδα Χ335)
- λύει κελαινὰ βλέφαρα: τα μάτια της έκλεισαν (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1300-1)
- καταστρέφω, διαλύω, ακυρώνω
- λύω φόβον, λύω νόμον, λύω τάς σπονδάς
- λύνω ένα πρόβλημα
- εξιλεώνω, ανταποδίδω
- απαλλάσσω
- τέλη λύειν: ωφελώ (→ δείτε τη λέξη λυσιτελής)
- ※ Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύῃ φρονοῦντι
- Αλίμονο, πόσο φοβερή είναι η γνώση όταν δεν ωφελεί αυτόν που την έχει
- (Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, 316-7 @greek-language.gr)
- ※ Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύῃ φρονοῦντι
- τέλη λύειν: ωφελώ (→ δείτε τη λέξη λυσιτελής)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Σύνθετα ρήματα -λύω @perseus.tufts.edu όπως ενδεικτικά:
Κλίση[επεξεργασία]
λύω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λύω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «λύω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.