λύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λύω. Συγκρίνετε με το λύνω.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
λύω, πρτ.: έλυα, αόρ.: έλυσα, παθ.φωνή: λύομαι, μτχ.π.ε.: λυόμενος, π.αόρ.: λύθηκα, μτχ.π.π.: λελυμένος
- (λόγιο) λύνω, επιλύω
- δίνω τέλος
- ↪ λύω την πολιορκία
- ↪ λύεται η συνεδρίαση
- αποσυναρμολογώ
- δίνω τέλος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λύω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- λύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | λύω | λύομαι |
Παρατατικός | ἔλυον | ἐλυόμην |
Μέλλοντας | λύσω | λύσομαι & λυθήσομαι |
Αόριστος | ἔλυσα | ἐλυσάμην & ἐλύθην |
Παρακείμενος | λέλυκα | λέλυμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐλελύκειν | ἐλελύμην |
Συντελ.Μέλλ. | λελυκώς ἔσομαι | λελύσομαι |
θέμα λῡ-, με εξαίρεση λελῠκ-, λελῠμ-, λῠθ- |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ly̌ː.ɔː/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λῡ́‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
λύω (παθητική φωνή: λύομαι)
- λύνω, ανοίγω
- ↪ λύω ζωστῆρα
- ↪ λυσαμένα πλοκαμῖδας: αφού έλυσε τα μαλλιά της
- ↪ κλῄθρων λυθέντων: όταν άνοιξαν οι πύλες
- ↪ λύω γράμματα: ανοίγω ένα γράμμα
- ↪ λύω στόμα: ανοίγω το στόμα
- ↪ λύω βλεφάρων ἕδραν: ανοίγω τα βλέφαρα, ξυπνώ (αλλά και το αντίστροφο, δείτε παρακάτω)
- λύνω, απελευθερώνω
- ↪ λίσσετο δ’ αἰεὶ // Ἥφαιστον κλυτοεργόν, ὅπως λύσειεν Ἄρηα (Οδύσσεια, θ 345)
- χαλαρώνω, στερώ τη δύναμη (όπως στο νεοελληνικό «μου λύθηκαν τα γόνατα»)
- ↪ ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα (Ιλιάδα Χ335)
- ↪ λύει κελαινὰ βλέφαρα: τα μάτια της έκλεισαν (Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1300-1)
- καταστρέφω, διαλύω, ακυρώνω
- ↪ λύω φόβον, λύω νόμον, λύω τάς σπονδάς
- λύνω ένα πρόβλημα
- εξιλεώνω, ανταποδίδω
- απαλλάσσω
- ↪ τέλη λύειν: ωφελώ (→ δείτε τη λέξη λυσιτελής)
- ※ Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύῃ φρονοῦντι
- Αλίμονο, πόσο φοβερή είναι η γνώση όταν δεν ωφελεί αυτόν που την έχει
- (Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, 316-7 @greek-language.gr)
- ※ Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύῃ φρονοῦντι
- ↪ τέλη λύειν: ωφελώ (→ δείτε τη λέξη λυσιτελής)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Λέξεις με -λύω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts όπως ενδεικτικά:
Κλίση[επεξεργασία]
λύω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
λύομαι - μεσοπαθητικοί τύποι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)