απαλλάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαλλάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω < ἀπό (απ-) + ἀλλάσσω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.paˈla.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παλ‐λάσ‐σω
Ρήμα
[επεξεργασία]απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα/απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος
- (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
- ↪ Απαλλάχτηκα επιτέλους από τη γυναίκα μου. Τώρα θα βασανίζει άλλον!
- ↪ Απαλλάχτηκα από τα χρέη και βρήκα την ηρεμία μου
- εξαιρώ από υποχρέωση
- ↪ Επιτέλους απαλλάχτηκα. Πήρα την απαλλαγή μου απο το στρατό.
- αθωώνω
- ↪Απηλλάγη με βούλευμα πλημμελιοδικών.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαλλάσσω | απάλλασσα | θα απαλλάσσω | να απαλλάσσω | απαλλάσσοντας | |
β' ενικ. | απαλλάσσεις | απάλλασσες | θα απαλλάσσεις | να απαλλάσσεις | απάλλασσε | |
γ' ενικ. | απαλλάσσει | απάλλασσε | θα απαλλάσσει | να απαλλάσσει | ||
α' πληθ. | απαλλάσσουμε | απαλλάσσαμε | θα απαλλάσσουμε | να απαλλάσσουμε | ||
β' πληθ. | απαλλάσσετε | απαλλάσσατε | θα απαλλάσσετε | να απαλλάσσετε | απαλλάσσετε | |
γ' πληθ. | απαλλάσσουν(ε) | απάλλασσαν απαλλάσσαν(ε) |
θα απαλλάσσουν(ε) | να απαλλάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απάλλαξα | θα απαλλάξω | να απαλλάξω | απαλλάξει | ||
β' ενικ. | απάλλαξες | θα απαλλάξεις | να απαλλάξεις | απάλλαξε | ||
γ' ενικ. | απάλλαξε | θα απαλλάξει | να απαλλάξει | |||
α' πληθ. | απαλλάξαμε | θα απαλλάξουμε | να απαλλάξουμε | |||
β' πληθ. | απαλλάξατε | θα απαλλάξετε | να απαλλάξετε | απαλλάξτε | ||
γ' πληθ. | απάλλαξαν απαλλάξαν(ε) |
θα απαλλάξουν(ε) | να απαλλάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαλλάξει | είχα απαλλάξει | θα έχω απαλλάξει | να έχω απαλλάξει | ||
β' ενικ. | έχεις απαλλάξει | είχες απαλλάξει | θα έχεις απαλλάξει | να έχεις απαλλάξει | ||
γ' ενικ. | έχει απαλλάξει | είχε απαλλάξει | θα έχει απαλλάξει | να έχει απαλλάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαλλάξει | είχαμε απαλλάξει | θα έχουμε απαλλάξει | να έχουμε απαλλάξει | ||
β' πληθ. | έχετε απαλλάξει | είχατε απαλλάξει | θα έχετε απαλλάξει | να έχετε απαλλάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαλλάξει | είχαν απαλλάξει | θα έχουν απαλλάξει | να έχουν απαλλάξει |
|
Παθητικοί αόριστοι, π.αόρ.: απαλλάχτηκα/απαλλάχθηκα/απαλλάγηκα/απηλλάγην συνήθως στο τρίτο πρόσωπο: απηλλάγη, πληθ.: απηλλάγησαν
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαλλάσσομαι | απαλλασσόμουν(α) | θα απαλλάσσομαι | να απαλλάσσομαι | ||
β' ενικ. | απαλλάσσεσαι | απαλλασσόσουν(α) | θα απαλλάσσεσαι | να απαλλάσσεσαι | ||
γ' ενικ. | απαλλάσσεται | απαλλασσόταν(ε) | θα απαλλάσσεται | να απαλλάσσεται | ||
α' πληθ. | απαλλασσόμαστε | απαλλασσόμαστε απαλλασσόμασταν |
θα απαλλασσόμαστε | να απαλλασσόμαστε | ||
β' πληθ. | απαλλάσσεστε | απαλλασσόσαστε απαλλασσόσασταν |
θα απαλλάσσεστε | να απαλλάσσεστε | (απαλλάσσεστε) | |
γ' πληθ. | απαλλάσσονται | απαλλάσσονταν απαλλασσόντουσαν |
θα απαλλάσσονται | να απαλλάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαλλάγηκα | θα απαλλαγώ | να απαλλαγώ | απαλλαγεί | ||
β' ενικ. | απαλλάγηκες | θα απαλλαγείς | να απαλλαγείς | απαλλάξου | ||
γ' ενικ. | απαλλάγηκε | θα απαλλαγεί | να απαλλαγεί | |||
α' πληθ. | απαλλαγήκαμε | θα απαλλαγούμε | να απαλλαγούμε | |||
β' πληθ. | απαλλαγήκατε | θα απαλλαγείτε | να απαλλαγείτε | απαλλαγείτε | ||
γ' πληθ. | απαλλάγηκαν απαλλαγήκαν(ε) |
θα απαλλαγούν(ε) | να απαλλαγούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαλλαγεί | είχα απαλλαγεί | θα έχω απαλλαγεί | να έχω απαλλαγεί | απαλλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις απαλλαγεί | είχες απαλλαγεί | θα έχεις απαλλαγεί | να έχεις απαλλαγεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαλλαγεί | είχε απαλλαγεί | θα έχει απαλλαγεί | να έχει απαλλαγεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαλλαγεί | είχαμε απαλλαγεί | θα έχουμε απαλλαγεί | να έχουμε απαλλαγεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαλλαγεί | είχατε απαλλαγεί | θα έχετε απαλλαγεί | να έχετε απαλλαγεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαλλαγεί | είχαν απαλλαγεί | θα έχουν απαλλαγεί | να έχουν απαλλαγεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαλλαγμένος - είμαστε, είστε, είναι απαλλαγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαλλαγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαλλαγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαλλαγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαλλαγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαλλαγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαλλαγμένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαλλάσσομαι | απαλλασσόμουν(α) | θα απαλλάσσομαι | να απαλλάσσομαι | ||
β' ενικ. | απαλλάσσεσαι | απαλλασσόσουν(α) | θα απαλλάσσεσαι | να απαλλάσσεσαι | ||
γ' ενικ. | απαλλάσσεται | απαλλασσόταν(ε) | θα απαλλάσσεται | να απαλλάσσεται | ||
α' πληθ. | απαλλασσόμαστε | απαλλασσόμαστε απαλλασσόμασταν |
θα απαλλασσόμαστε | να απαλλασσόμαστε | ||
β' πληθ. | απαλλάσσεστε | απαλλασσόσαστε απαλλασσόσασταν |
θα απαλλάσσεστε | να απαλλάσσεστε | (απαλλάσσεστε) | |
γ' πληθ. | απαλλάσσονται | απαλλάσσονταν απαλλασσόντουσαν |
θα απαλλάσσονται | να απαλλάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαλλάχτηκα | θα απαλλαχτώ | να απαλλαχτώ | απαλλαχτεί | ||
β' ενικ. | απαλλάχτηκες | θα απαλλαχτείς | να απαλλαχτείς | απαλλάξου | ||
γ' ενικ. | απαλλάχτηκε | θα απαλλαχτεί | να απαλλαχτεί | |||
α' πληθ. | απαλλαχτήκαμε | θα απαλλαχτούμε | να απαλλαχτούμε | |||
β' πληθ. | απαλλαχτήκατε | θα απαλλαχτείτε | να απαλλαχτείτε | απαλλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | απαλλάχτηκαν απαλλαχτήκαν(ε) |
θα απαλλαχτούν(ε) | να απαλλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαλλαχτεί | είχα απαλλαχτεί | θα έχω απαλλαχτεί | να έχω απαλλαχτεί | απαλλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις απαλλαχτεί | είχες απαλλαχτεί | θα έχεις απαλλαχτεί | να έχεις απαλλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαλλαχτεί | είχε απαλλαχτεί | θα έχει απαλλαχτεί | να έχει απαλλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαλλαχτεί | είχαμε απαλλαχτεί | θα έχουμε απαλλαχτεί | να έχουμε απαλλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαλλαχτεί | είχατε απαλλαχτεί | θα έχετε απαλλαχτεί | να έχετε απαλλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαλλαχτεί | είχαν απαλλαχτεί | θα έχουν απαλλαχτεί | να έχουν απαλλαχτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλιτώνω από υποχρέωση
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)