χρέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρέος | τα | χρέη |
γενική | του | χρέους | των | χρεών |
αιτιατική | το | χρέος | τα | χρέη |
κλητική | χρέος | χρέη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρέος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρέος [1]
- για την υπηρεσία ή επάγγελμα < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική duties, πληθυντικός του duty
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρέ‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρέος ουδέτερο
- το χρηματικό ποσό που πρέπει να επιστραφεί στον δανειστή
- το δημόσιο χρέος
- το καθήκον
- έκανα το χρέος μου απέναντι στην οικογένειά μου
- (στον πληθυντικό) τα χρέη: καθήκονται, πρόσθετη υπηρεσία ή επάγγελμα που ασκείται από κάποιον
- ο υποδιευθυντής εκτελεί και χρέη διευθυντού κατά την απουσία του τελευταίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα χρεο- Θέμα χρεω-
|
Θέμα χρεο- ή χρεω- |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρέος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χρέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χρέος | τὰ | χρέᾰ(ᾱ)* |
γενική | τοῦ | χρέους | τῶν | χρεῶν |
δοτική | τῷ | χρέει | τοῖς | χρέεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | χρέος | τὰ | χρέᾰ |
κλητική ὦ! | χρέος | χρέᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρέει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρεοῖν | ||
* Όταν προηγείται ε του ε+α > ᾱ (χρέα) και όχι -η όπως στο βέλος, βέλη. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χρέος' όπως «χρέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρέος < χράομαι ή χρή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρέος ουδέτερο (αττικός τύπος χρέως, επικός τύπος χρεῖος)
- ανάγκη, έλλειψη
- ασχολία
- το χρέος όπως στα νέα ελληνικά, οφειλή
- ηθικό χρέος, καθήκον, πρέπον
- (μεταφορικά) αμάρτημα
- υπόσχεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- χρέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χρέος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χρέος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)