βέλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βέλος | τα | βέλη |
γενική | του | βέλους | των | βελών |
αιτιατική | το | βέλος | τα | βέλη |
κλητική | βέλος | βέλη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βέλος < αρχαία ελληνική , από το βάλλω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βέλος ουδέτερο
- η σαΐτα του τόξου
- καθετί βελοειδές· (αρχιτεκτονική) κωνική απόληξη σε κορυφή πύργου, εκκλησίας κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βέλος
|