τόξο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τόξο | τα | τόξα |
γενική | του | τόξου | των | τόξων |
αιτιατική | το | τόξο | τα | τόξα |
κλητική | τόξο | τόξα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόξο < αρχαία ελληνική τόξον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόξο ουδέτερο
- όπλο για την εκτόξευση βελών· αποτελείται από ένα καμπύλο κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού, στις δύο άκρες του οποίου δένεται μία χορδή
- (γεωμετρία) τμήμα της περιφέρειας ενός κύκλου
- (αρχιτεκτονική) αψίδα
- οτιδήποτε μοιάζει στο σχήμα με τόξο
- το τόξο των φρυδιών
[επεξεργασία]