łuk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Luk, luk, Luuk, luukk, Łuk.

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

łuk (pl) αρσενικό

  1. (μαθηματικά, φυσική, κοινά) το τόξο
  2. η αψίδα