Μετάβαση στο περιεχόμενο

αψίδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψίδα οι αψίδες
      γενική της αψίδας των αψίδων
    αιτιατική την αψίδα τις αψίδες
     κλητική αψίδα αψίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αψίδα < αρχαία ελληνική ἁψίς
Η αψίδα του Ουέλινγτον στο Λονδίνο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αψίδα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]