αψιδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αψιδώνω < (ελληνιστική κοινή) ἁψιδόομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]αψιδώνω (παθητική φωνή: αψιδώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αψιδώνω | αψίδωνα | θα αψιδώνω | να αψιδώνω | αψιδώνοντας | |
β' ενικ. | αψιδώνεις | αψίδωνες | θα αψιδώνεις | να αψιδώνεις | αψίδωνε | |
γ' ενικ. | αψιδώνει | αψίδωνε | θα αψιδώνει | να αψιδώνει | ||
α' πληθ. | αψιδώνουμε | αψιδώναμε | θα αψιδώνουμε | να αψιδώνουμε | ||
β' πληθ. | αψιδώνετε | αψιδώνατε | θα αψιδώνετε | να αψιδώνετε | αψιδώνετε | |
γ' πληθ. | αψιδώνουν(ε) | αψίδωναν αψιδώναν(ε) |
θα αψιδώνουν(ε) | να αψιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αψίδωσα | θα αψιδώσω | να αψιδώσω | αψιδώσει | ||
β' ενικ. | αψίδωσες | θα αψιδώσεις | να αψιδώσεις | αψίδωσε | ||
γ' ενικ. | αψίδωσε | θα αψιδώσει | να αψιδώσει | |||
α' πληθ. | αψιδώσαμε | θα αψιδώσουμε | να αψιδώσουμε | |||
β' πληθ. | αψιδώσατε | θα αψιδώσετε | να αψιδώσετε | αψιδώστε | ||
γ' πληθ. | αψίδωσαν αψιδώσαν(ε) |
θα αψιδώσουν(ε) | να αψιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αψιδώσει | είχα αψιδώσει | θα έχω αψιδώσει | να έχω αψιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αψιδώσει | είχες αψιδώσει | θα έχεις αψιδώσει | να έχεις αψιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αψιδώσει | είχε αψιδώσει | θα έχει αψιδώσει | να έχει αψιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αψιδώσει | είχαμε αψιδώσει | θα έχουμε αψιδώσει | να έχουμε αψιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αψιδώσει | είχατε αψιδώσει | θα έχετε αψιδώσει | να έχετε αψιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αψιδώσει | είχαν αψιδώσει | θα έχουν αψιδώσει | να έχουν αψιδώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αψιδώνω
|