arc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arc | arcs |
arc (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arc | arcs |
arc (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία) το τόξο
- (αρχιτεκτονική) η αψίδα
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
arc (fr) αρσενικό άκλιτο
- μόλυνση του οργανισμού από τον ιό του AIDS