σπάνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπάνιος | η | σπάνια | το | σπάνιο |
γενική | του | σπάνιου | της | σπάνιας | του | σπάνιου |
αιτιατική | τον | σπάνιο | τη | σπάνια | το | σπάνιο |
κλητική | σπάνιε | σπάνια | σπάνιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπάνιοι | οι | σπάνιες | τα | σπάνια |
γενική | των | σπάνιων | των | σπάνιων | των | σπάνιων |
αιτιατική | τους | σπάνιους | τις | σπάνιες | τα | σπάνια |
κλητική | σπάνιοι | σπάνιες | σπάνια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπάνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπάνιος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπάνιος, -α, -ο, συγκριτικός : σπανιότερος, υπερθετικός : σπανιότατος
- που συμβαίνει πολύ λίγες φορές
- ↪ σε μία από τις σπάνιες εκρήξεις του θυμού του τα έσπασε όλα
- που δε βρίσκεται εύκολα, που υπάρχει σε πολύ περιορισμένη ποσότητα
- ↪ αναζητούσε με μανία σπάνια γραμματόσημα
- ≈ συνώνυμα: δυσεύρετος
[επεξεργασία]
- σπάνια (επίρρημα)
- σπανίζω
- σπανιότητα
- σπάνις (λόγιο θηλυκό)
- σπανίως (λόγιο επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπάνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σπάνιος | ἡ | σπανίᾱ σπάνιος |
τὸ | σπάνιον |
γενική | τοῦ | σπανίου | τῆς | σπανίᾱς σπανίου |
τοῦ | σπανίου |
δοτική | τῷ | σπανίῳ | τῇ | σπανίᾳ σπανίῳ |
τῷ | σπανίῳ |
αιτιατική | τὸν | σπάνιον | τὴν | σπανίᾱν σπάνιον |
τὸ | σπάνιον |
κλητική ὦ! | σπάνιε | σπανίᾱ σπάνιε |
σπάνιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σπάνιοι | αἱ | σπάνιαι σπάνιοι |
τὰ | σπάνιᾰ |
γενική | τῶν | σπανίων | τῶν | σπανίων σπανίων |
τῶν | σπανίων |
δοτική | τοῖς | σπανίοις | ταῖς | σπανίαις σπανίοις |
τοῖς | σπανίοις |
αιτιατική | τοὺς | σπανίους | τὰς | σπανίᾱς σπανίους |
τὰ | σπάνιᾰ |
κλητική ὦ! | σπάνιοι | σπάνιαι σπάνιοι |
σπάνιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπανίω | τὼ | σπανίᾱ σπανίω |
τὼ | σπανίω |
γεν-δοτ | τοῖν | σπανίοιν | τοῖν | σπανίαιν σπανίοιν |
τοῖν | σπανίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2&1η κλίση, ομάδα 'δίκαιος', Κατηγορία όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σπάνιος, -α, -ο (& -ος, -ος, -ον), συγκριτικός : σπανιώτερος, υπερθετικός : σπανιώτατος
- όπως σπάνιος
[επεξεργασία]
- σπανίως (επίρρημα), σπανιώτερον, σπανιαίτερον
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη σπάνις
Πηγές[επεξεργασία]
- «σπάνιος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «σπάνιος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης&1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)