rare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός rare
συγκριτικός rarer
υπερθετικός rarest

Επίθετο

[επεξεργασία]

rare (en)

  1. σπάνιος, που δεν γίνεται, δεν φαίνεται, δεν συμβαίνει κτλ. πολύ συχνά
    ⮡  It’s rare for him to be late.
    Είναι σπάνιο ν' αργήσει.
    ⮡  It is not a rare occurrence.
    Δεν είναι σπάνιο περιστατικό.
    ⮡  Hotels are rare here.
    Τα ξενοδοχεία είναι σπάνια εδώ.
  2. σπάνιος, που υπάρχει μόνο σε μικρούς αριθμούς και επομένως είναι πολύτιμο ή ενδιαφέρον
    ⮡  rare books/stamps - σπάνια βιβλία/γραμματόσημα
    ⮡  a man with rare abilities - άνθρωπος με σπάνιες ικανότητες
  3. σενιάν, πολύ λίγο ψημένος, για κρέας που ψήνεται για λίγο, ώστε το εσωτερικό να είναι ακόμα κόκκινο
    ⮡  a rare sirloin steak - κόντρα φιλέτο σενιάν
    ⮡  I want my burgers rare.
    Θέλω τα μπιφτέκια μου πολύ λίγο ψημένα.
     αντώνυμα: well-done



      ενικός         πληθυντικός  
rare rares

Επίθετο

[επεξεργασία]

rare (fr) αρσενικό ή θηλυκό