περιφέρεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιφέρεια < αρχαία ελληνική περιφέρεια < περιφερής < περιφέρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈfe.ɾi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιφέρεια θηλυκό
- (γεωμετρία) το περίγραμμα ενός κύκλου ή μιας έλλειψης
- διοικητική διαίρεση μιας χώρας
- μία από τις δεκατρείς υποδιαιρέσεις της ελληνικής επικρατείας που αντιστοιχούν στον τρίτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης και διοικούνται από ένα περιφερειάρχη
- οι περιοχές που βρίσκονται μακριά από την πρωτεύουσα ή το κέντρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη περιφέρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιφέρεια
διοικητική διαίρεση μιας χώρας