μέση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέση οι μέσες
      γενική της μέσης
    αιτιατική τη μέση τις μέσες
     κλητική μέση μέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέση <
έννοια «μεσαίο μέρος» < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέση, θηλυκό του μέσος
για το μέρος του σώματος < σημασία από τη (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέση[1]
Ανθρώπινη μέση.
Φόρεμα με φιόγκο στη μέση.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέση θηλυκό

  1. το μεσαίο τμήμα μιας απόστασης ή ενός χώρου, το κεντρικό τμήμα, που ισαπέχει από τα δύο άκρα
  2. το μεσαίο τμήμα ενός χρονικού διαστήματος
  3. το μέρος εκείνο του κορμού ενός ανθρώπου που βρίσκεται πάνω από τους γλουτούς και κάτω από τα πλευρά
  4. το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στο παραπάνω αναφερόμενο τμήμα του κορμού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]